-
1 ἐκ-φῡσάω
ἐκ-φῡσάω, ausblasen, aushauchen; τὸ πῦρ ἐξεφυσᾶτο κατὰ τῶν ὑπεναντίων Pol. 1, 48, 8, wie Elephanten Wasser durch den Rüssel herausschnauben, 5, 46, 12; übertr., ἔνϑα ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος Aesch. Prom. 722; πόλεμον, einen Krieg erregen, Ar. Pax 611; – βαϑὺν ὕπνον, tiefen Schlaf aushauchen, schnarchen, Theocr. 24, 47; – ἐκπεφυσημένος, ein aufgeblasener Mensch, Pol. 3, 103, 7. – Intr., φλόγες ἐκ γῆς ἀναβλύσασαι καὶ ἐκφυσήσασαι Arist. mund. 6; von der Charybdis, Lycophr. 743.
См. также в других словарях:
εκφυσώ — ( άω) (AM ἐκφυσῶ) φυσώ προς τα έξω, ξεφυσώ, αποπνέω μσν. 1. (για άνεμο) φυσώ 2. αναδίδω αρχ. 1. (κυρίως για ποταμούς) εκχέω, χύνομαι, εκδηλώνω το μένος μου («ἔνθα ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος») 2. διεγείρω 3. διασκορπίζω, διώχνω μακριά με φύσημα 4.… … Dictionary of Greek